ατάρμυκτος

ατάρμυκτος
ἀτάρμυκτος, -ον (Α) [ταρμύσσω]
(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀτάρμυκτον — ἀτάρμυκτος unblenching masc/fem acc sg ἀτάρμυκτος unblenching neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρμύκτοισιν — ἀτάρμυκτος unblenching masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρμύκτῳ — ἀτάρμυκτος unblenching masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατάρβακτος — ἀτάρβακτος, ον (Α) ατρόμητος, αφόβητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ταρβώ ( έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος *] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”